- ἀνακλῶντος
- ἀνακλάωbend backpres part act masc/neut gen sgἀνακλάζωcry aloudfut part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοπτρικός — ή, ό (Α κατοπτρικός, ή, όν) [κάτοπτρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κάτοπτρο (α. «κατοπτρικά όργανα» β. «κατοπτρικό φασματόμετρο» γ. «κατοπτρικήν εἶναι φαντασίαν τοῡ ἡλίου, τὰς αὐγάς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek